ενστατίτης

ενστατίτης
Ορυκτό πυριτικό άλας του μαγνησίου, που ανήκει στην ομάδα των ορθορομβικών πυροξένων, με χημικό τύπο Mg2Si2O6. Κρυσταλλώνεται στο ορθορομβικό σύστημα συμμετρίας και εμφανίζεται σε πρισματικά ή βελονοειδή σχήματα, κυρίως όμως σε επάλληλα φύλλα ή συμπαγή συσσωματώματα. Έχει ελαιοπράσινο, κιτρινωπό, καστανό, γκρίζο ή πρασινωπό χρώμα, ανάλογα με τις ξένες ουσίες που περιέχει. Θεωρείται ημιπολύτιμος λίθος και είναι περιζήτητος στον χώρο της κοσμηματοποιίας και της διακόσμησης. Η ονομασία του προέρχεται από την ελληνική λέξη ενστάτης, που σημαίνει ενάντιος, λόγω της μεγάλης αντίστασής του στη θερμότητα. Οι καθαρές παραλλαγές του έχουν λάμψη μαργαριταριού. Έχει σκληρότητα 5,5 και ειδικό βάρος 3,1-3,3. Συναντάται ως βασικό συστατικό των πυριγενών πετρωμάτων, ιδίως σε υπερβασικούς δολερίτες, σε γάββρους, σε νορίτες και σε περιδοτίτες. Ορισμένα από τα πιο αξιόλογα δείγματα ε. έχουν εξορυχθεί στο Λαμπραντόρ του Καναδά, στο Άιφελ της Γερμανίας, στη Νορβηγία, στη Νοτιοαφρικάνικη Δημοκρατία, στην Αριζόνα, στο Κολοράντο, στην Καλιφόρνια και στη Μοντάνα των ΗΠΑ. Δείγμα ενστατίτη, ενός ορυκτού που συναντάται ως βασικό συστατικό σε γάββρους, νορίτες και περιδοτίτες.
* * *
ο
ορυκτό πυριτικό άλας τού μαγνησίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρωτοενστατίτης — ο, Ν (ορυκτ.) σπάνιο πυριτικό ορυκτό τού μαγνησίου το οποίο αποτελεί ποικιλία τού ενστατίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. protoenstatite < γερμ. Protoenstatit < πρωτ(ο) * + ενστατίτης*] …   Dictionary of Greek

  • πυρόξενοι — Σημαντική οικογένεια πυριτικών ορυκτών που συμμετέχουν στη σύσταση πολλών πετρωμάτων, πολλές φορές ως θεμελιώδη ορυκτολογικά συστατικά. Ο ιδανικός χημικός τύπος της ομάδας αυτής ορυκτών είναι: R2Si2O6, όπου το R δείχνει το μαγνήσιο Mg2Si2O6,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”